- ὑπεκτρέπεται
- ὑπεκτρέπωturn graduallypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκτρέπω — Α [ἐκτρέπω] 1. εκτρέπω βαθμιαία ή κρυφά 2. μέσ. ὑπεκτρέπομαι κάνω στο πλάι, πηγαίνω παράμερα, αποσύρομαι («ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», Πλάτ.) … Dictionary of Greek